
135 χρόνια νεοελληνικής λογοτεχνίας
στα ιταλικά: Ωραία όπως οι Έλληνες
Μια νέα ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, έργο του
Ιταλού μεταφραστή και νεοελληνιστή Μαουρίτσιο Ντε Ρόζα, με τίτλο “Βella come i greci” (Ωραία όπως οι
Έλληνες) παρουσιάσθηκε στην ιταλική πρωτεύουσα.
Το βιβλίο πραγματεύεται «εκατόν τριάντα πέντε χρόνια
νεώτερης νεοελληνικής λογοτεχνίας» από το 1880 μέχρι το 2015, η οποία
παρουσιάζεται στο ιταλικό αναγνωστικό κοινό.
«Η ελπίδα μου είναι να ξαφνιαστούν κάπως οι αναγνώστες,
ανακαλύπτοντας μια λογοτεχνία η οποία χαρακτηρίζεται, από την μία από τα
ιστορικά συμβάντα της σύγχρονης και νεώτερης Ελλάδας, και από την άλλη,
συνδιαλέγεται άνετα με το πνεύμα της διεθνούς λογοτεχνίας» δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο
Μαουρίτσιο Ντε Ρόζα, ο οποίος εδώ και μια δεκαετία διάλεξε ως μόνιμο τόπο
κατοικίας του την Αθήνα.
Ο Ιταλός μεταφραστής, ο οποίος έχει συνεργαστεί επί σειρά
ετών, μεταξύ άλλων, με τον εκδοτικό οίκο Crocetti, προσθέτει ότι ξεκίνησε το
έργο του από τις τελευταίες αναφορές της γνωστής «Ιστορίας της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας» που έχει συγγράψει ο καθηγητής Μάριο Βίττι, δίδοντας στην
συνέχεια, ιδιαίτερη έμφαση στην λογοτεχνική παραγωγή των τελευταίων πενήντα
ετών.
«Αν μου ζητούσατε να αναφέρω τρεις ανθρώπους των γραμμάτων
που έχουν εξέχουσα θέση στο βιβλίο μου, δεν θα μπορούσα, φυσικά, να μην αναφέρω
τον Κωνσταντίνο Καβάφη και θα προσέθετα τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και τον
Γιώργο Ιωάννου», δηλώνει ο συγγραφέας.
Παράλληλα, το «Bella Come i Greci» περιέχει και σημαντικές
αναφορές στην νεώτερη και σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία, κάτι που συμβαίνει για
πρώτη φορά στην Ιταλία.
«Ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι ιδιαίτερα σημαντικός, είναι η
ψυχή ενός λαού, είναι αυτό που μένει όταν όλα τα υπόλοιπα χάνονται. Αυτό που
προσπάθησα να φτιάξω, είναι ένα πορτραίτο της σύγχρονης Ελλάδας, με βαθιές
ρίζες στο παρελθόν, αλλά και μια ισχυρή παρουσία στην σημερινή εποχή. Η κρίση
ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα περάσει - και θεωρώ ότι η Ελλάδα θα πρέπει να
μείνει στο προσκήνιο με τον πνευματικό, τον πολιτιστικό και λογοτεχνικό της
πλούτο», τονίζει, τέλος, ο Μαουρίτσιο Ντε Ρόζα.
Πηγή: nooz
Παλαιότερη συνέντευξη του Μαουρίτσιο
Ντε Ρόζα στο Πανδοχείο
(07/02/2012)

Μεταφράζετε ελληνική
λογοτεχνία στα ιταλικά. Για τι είδους εκδόσεις πρόκειται; Ποιους συγγραφείς και
έργα έχετε μεταφράσει;
Έχω μεταφράσει στα Ιταλικά περί τα 40 σύγχρονα Ελληνικά
βιβλία. Ενδεικτικά αναφέρω Και με το φως του λύκου επανέρχονται της Ζυράννας
Ζατέλη, όλα τα μυθιστορήματα της Ιωάννας Καρυστιάνη, Ουράνια Μηχανική της Μάρως
Δούκα, Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, τη Μεγάλη Πομπή του Αλέξη Πανσέληνου, τα
Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου, το Διπλό βιβλίο του Δημήτρη Χατζή, Μητρική
Γλώσσα και Μ.Χ. του Βασίλη Αλεξάκη κ.ά. Τελευταία κυκλοφόρησε στην Ιταλία μια
ανθολογία σύγχρονου Ελληνικού διηγήματος με 23 κείμενα, και ελπίζω κάποια
στιγμή να εκδοθεί και δεύτερος τόμος γιατί έχω μαζέψει και άλλα αξιόλογα κείμενα.
Επί το πλείστον συνεργάζομαι με μικρούς και μεσαίους, ποιοτικούς εκδοτικούς
οίκους. Θεωρώ ευτύχημα το γεγονός ότι δουλεύω με τους συγκεκριμένους εκδοτικούς
οίκους, παρά με μεγάλους, γιατί ο μεταφραστής δεν αντιμετωπίζεται ως αναγκαίο
κακό, αλλά ως βασικός κρίκος της αλυσίδας που φέρνει το τελικό αποτέλεσμα.
Με ποια κριτήρια
επιλέγετε τους τίτλους σας; Έχετε στοιχεία όσον αφορά την κίνηση των
συγκεκριμένων εκδόσεων και την πρόσληψη των έργων;
Σπάνια έχω την πολυτέλεια της επιλογής αν και βέβαια εκφράζω
πάντα τη γνώμη πριν εκδοθεί (ή μη εκδοθεί) κάποιο βιβλίο και οπωσδήποτε κάνω
προτάσεις στους εκδότες μου. Το τελευταίο διάστημα όμως προτάσεις γίνονται
κυρίως από τους εκδοτικούς πράκτορες, κάτι που παλιά δεν γινόταν. Επίσημα
στοιχεία για τα βιβλία που μεταφράζω δεν έχω. Θα πρέπει να απευθυνθείτε στους
εκδότες. Σε γενικές γραμμές όμως ξέρω ότι τα βιβλία της Ζυράννας Ζατέλη και της
Ιωάννας Καρυστιάνη πήγαν και πάνε καλά.
Διακονείτε λοιπόν το
κοπιώδες έργο της μετάφρασης. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Τι είδους σχέση
συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει;
Κοιτάξτε να δείτε, αν ο μεταφραστής δεν αγαπάει το συγγραφέα
και κυρίως το προς μετάφραση κείμενο, η δουλειά δεν γίνεται. Με το συγγραφέα με
δένουν πολλά. Πρέπει να περπατήσω ακολουθώντας τον ίδιο του το ρυθμό πάνω στο
ίδιο μονοπάτι, ταυτόχρονα όμως πάνω σε αυτό το μονοπάτι θα πρέπει κι εγώ να βρω
τη δική μου ανάσα. Αυτόματη μετάφραση δεν υφίσταται, αναγκαστικά το περπάτημα
του συγγραφέα θα πρέπει να γίνει και δικό μου περπάτημα, βίωμα ει δυνατόν, πλην
όμως το τελικό αποτέλεσμα θα φέρει αναπόφευκτα και τη δική μου σφραγίδα –
απόδειξη ότι για το ίδιο κείμενο υπάρχουν τόσες μεταφράσεις όσοι είναι οι
μεταφραστές. Το μετάφρασμα λοιπόν θα είναι μοιραία καρπός πολλαπλών συμβιβασμών
– να μια περίπτωση που ο συμβιβασμός όχι μόνο δεν σε κάνει «προδότη» ή
«δοσίλογο» (αν και βέβαια στα Ιταλικά υπάρχει το λογοπαίγνιο
«traduttore-traditore», δηλαδή «μεταφραστής-προδότης») αλλά ίσα-ίσα αποτελεί
βασική προϋπόθεση για ένα καλό αποτέλεσμα. Ως προς τον τρόπο δουλειάς, προσπαθώ
να αφεθώ στον κυματισμό του κειμένου και να αφουγκραστώ όσο μπορώ καλύτερα την
κρυμμένη του αρμονία πέρα από την εμφανή. Θεωρώ ότι η μετάφραση είναι κυρίως
επικοινωνία, ένας τρόπος για να έρθω σε επαφή με τον Άλλο.
Από τις μεταφράσεις
σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες
ηδονές;
Η μετάφραση που με δυσκόλεψε περισσότερο είναι εκείνη που
μου πρόσφερε και τις μεγαλύτερες ηδονές: Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου με την
απελπιστική απλότητά του.
Από τα βιβλία που
μεταφράσατε υπάρχουν κάποια στα οποία επιθυμείτε να κάνετε ιδιαίτερη αναφορά ή
να συστήσετε στους αναγνώστες;
Πάλι θα αναφέρω Το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου, που οπωσδήποτε
ανήκει στην ιστορία του Ευρωπαϊκού μυθιστορήματος και όχι μόνο του
Νεοελληνικού. Και τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου, πραγματικό μνημείο
ανθρωπιάς.
Μπορείτε να μας
μιλήσετε και για τα υπόλοιπα βιβλία που μεταφράσατε (ή όσα επιθυμείτε); Για την
μεταφραστική τους εμπειρία, τις ηδονές, τις απομαγεύσεις τους.
Αγαπώ ιδιαίτερα το Και με το φως του λύκου επανέρχονται της
Ζυράννας Ζατέλη. Εκτός του ότι πρόκειται για μεγάλο μυθιστόρημα, και ποσοτικά
και ποιοτικά, είναι και το πρώτο βιβλίο που μετέφρασα στην καριέρα μου ως
μεταφραστή.
Εργάζεστε με
συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία;
Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την ανάγνωση και την μετάφραση; Γενικότερες
μουσικές προτιμήσεις;
Δεν διαβάζω ούτε μεταφράζω ποτέ μετά μουσικής. Το μόνο
απαραίτητο είναι να βρίσκομαι στο εκάστοτε γραφείο μου. Δεν μπορώ να δουλέψω
πουθενά αλλού, ούτε σε άλλα σπίτια ούτε σε βιβλιοθήκες ούτε σε ξενώνες για
συγγραφείς και μεταφραστές ούτε στη θάλασσα ούτε στο βουνό παρά μόνο στο
δωματιάκι μου με το αγαπημένο μου MacBook. Συνήθως η μετάφραση γίνεται σε τρία
στάδια: αφού διαβάσω το βιβλίο (αν δε το έχω ήδη διαβάσει) στο πρώτο μεταφράζω
χωρίς να δίνω μεγάλη σημασία στο τι γράφω. Στο δεύτερο, και σημαντικότερο, δίνω
την τελική μορφή λύνοντας τυχόν γλωσσικές απορίες, και με τη βοήθεια του
συγγραφέα εφόσον κριθεί απαραίτητο· και στο τρίτο δίνω τις τελευταίες πινελιές,
το τελευταίο «χτένισμα» πριν την παράδοση. Ρωτάτε για τις μουσικές μου
προτιμήσεις: είμαι απαίδευτος μουσικά και ακούω οτιδήποτε φτάσει στο αυτί μου
και μου αρέσει. Με συγκινεί όμως το παλιό Ελληνικό λαϊκό τραγούδι και το
ρεμπέτικο.

Υπάρχουν
συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να
αναμετρηθείτε;
Πολλοί! Ο Στρατής Τσίρκας, ο Γιάννης Πάνου, ο Νίκος
Καχτίτσης αλλά και ο Βιτσέντσος Κορνάρος είναι στην κορυφή της λίστας.
Τις περισσότερες
φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον
συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο
συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;
Συμβαίνει με τους μεταφραστές κάτι που δεν συμβαίνει, ας
πούμε, στο χώρο της μουσικής. Ενώ πάντα αναφέρουμε ότι την τάδε συμφωνία την
διεύθυνε π.χ. ο Δημήτρης Μητρόπουλος και πρωταγωνίστρια στην δείνα όπερα ήταν
π.χ. η Μαρία Κάλλας, και σχεδόν αγνοείται ποιος έγραψε τη μουσική και σχεδόν
πάντα ο συγγραφέας του λιμπρέτο, στην περίπτωση ενός μεταφρασμένου βιβλίου θα
ήταν αδιανόητο να αναφέρεται το όνομα του μεταφραστή και να παραλείπεται εκείνο
του συγγραφέα. Βέβαια, αυτό συμβαίνει λιγότερο στην περίπτωση της κλασικής
λογοτεχνίας και για αυτό λέμε «η Ιλιάδα των Καζαντζάκη-Κακριδή» ή «η Οδύσσεια
του Δημήτρη Μαρωνίτη». Μάλλον το φαινόμενο εξηγείται με το γεγονός ότι βγαίνουν
πάρα πολλά βιβλία πια, η μετάφραση μπήκε στη λογική της μαζικής παραγωγής και
φυσικά δεν είναι όλα τα βιβλία που μεταφράζονται αριστουργήματα – ανεξάρτητα
από το πόσο καλός είναι ένας μεταφραστής, αν δεν αναμετρηθεί με απαιτητικά
κείμενα, η αξία του δύσκολα θα αναδειχθεί. Αφ’ ετέρου υπάρχει και η απαξίωση εκ
μέρους του ακαδημαϊκού χώρου, που θεωρεί τη μετάφραση πάρεργο σε σχέση με την
«καθαρή έρευνα».
Από την άλλη οι
επιμελητές και διορθωτές τίθενται σε ακόμα μεγαλύτερη «αφάνεια». Τι προβλήματα
παρουσιάζει η συνεργασία μαζί τους και ποια θα ήταν η ιδανικότερη μορφή της;
Δόξα τω Θεώ, είχα πάντα άριστη συνεργασία με τους επιμελητές
μου και ουκ ολίγες φορές με βοήθησαν να κάνω καλύτερα τη δουλειά μου. Δεν
γνωρίζω τι συμβαίνει με τους άλλους μεταφραστές. Θεωρώ ότι η δουλειά του
επιμελητή είναι ύψιστης σημασίας. Μη ξεχνάμε άλλωστε ότι παλιά ο μεταφραστής, ο
εκδότης και ο επιμελητής ήταν ο ίδιος άνθρωπος.
Σας ακολούθησαν ποτέ
ήρωες των βιβλίων που μεταφράσατε; Μάθατε τα νέα τους;
Καμιά φορά τους βλέπω στο όνειρό μου! Ειδικά όταν πλησιάζει
η ημερομηνία της παράδοσης και η αντίστροφη μέτρηση μου προκαλεί άγχος, φόβο,
ταχυπαλμίες και νευρικότητα. Άλλες φορές αναγνωρίζω κάποιους ήρωες σε ανθρώπους
που συναντάω στους δρόμους. Αυτό μου συμβαίνει με τα βιβλία που μεταφράζω καθώς
επίσης με τα βιβλία που διαβάζω. Είναι ένας τρόπος για τη λογοτεχνία για να
εισχωρήσει στην πραγματική ζωή.
Αγαπημένοι σας
παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.
Ωχ, είναι πάρα πολλοί! Όμηρος, Ηρόδοτος, Ξενοφών,
Λουκρήτιος, Λουκιανός, Λουντοβίκο Αριόστο, Βοκκάκιος, Τζοβάνι Μπαζίλε,
Φεντερίκο Ντε Ρομπέρτο, Λουίτζι Πιραντέλο, οι Ρώσοι πεζογράφοι, Jósé Lezama
Lima, Διονύσιος Σολωμός, Εμμανουήλ Ροϊδης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,
Κωνσταντίνος Καβάφης, Άρης Αλεξάνδρου, Νίκος Καρούζος. Το τελευταίο διάστημα με
συναρπάζει ο Μ. Καραγάτσης. Και με μάγεψε το Έρωτος Αποτελέσματα.
Αγαπημένα σας
παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.
Η Οδύσσεια, το Συμπόσιο του Πλάτωνα, ο Οιδίποδας Τύραννος
του Σοφοκλή, το Περί φύσεως του Λουκρητίου, τα Ηθικά του Πλούταρχου, η Κόλαση
του Δάντη, ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου, η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, το Έγκλημα
και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, ο Παράδεισο του Lima, τα Ευαγγέλια, ο Συντίπας
και οι Βυζαντινοί Ιστορικοί.
Αγαπημένα σας
διηγήματα.
Μεταξύ άλλων, του Raymond Carver, του Δημοσθένη Βουτυρά, του
Τάσου Καλούτσα και του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου.
Σας έχει γοητεύσει
κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;
Χωρίς καμιά αμφιβολία, ο Καβάφης. Είναι τόσο δικός μας, τόσο
σύγχρονός μας που δεν το πιστεύεις.
Αγαπημένος ή/και
ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.
Ο Ρασκόλνικοφ.
Αγαπημένο σας
ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της
προτίμησης;
Τρέφω απέραντο σεβασμό στη «Νέα Εστία» λόγω της ιστορίας
της, του κύρους της και γιατί κρατάει ψηλά τον πήχυ της βιβλιοκριτικής σε μια
εποχή που η έννοια της κριτικής περιορίζεται όλο και συχνότερα σε εκείνη της
απλής παρουσίασης.
Πώς βιοπορίζεστε;
Πιο δύσκολα απ’ ότι παλιά. Αλλά και πιο δημιουργικά.
Αν είχατε σήμερα την
πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας
ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;
Με γοητεύει πολύ ο Κωνσταντίνος Καβάφης όπως είπα
προηγουμένως. Επίσης από το ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα γράφω ένα μικρό
δοκίμιο αφιερωμένο στη φαινομενολογία της σύγχρονης Ελλάδας. Μην πάει ο νους
σας στον Αξελό όμως. Οι φιλοδοξίες μου είναι πολύ πιο περιορισμένες. Φέτος
κλείνω 20 χρόνια που πρωτοήρθα στην Ελλάδα – ήμουν 21 χρονών, το 1992. Ύστερα
από δυο δεκαετίες, και έχοντας επιλέξει να συνδέσω την τύχη μου με εκείνη αυτής
της χώρας, νιώθω την ανάγκη να πω δυο λόγια σχετικά με αυτή και επίσης να δώσω
κάποιες οδηγίες προς ναυτιλλομένους στους φίλους μου στην Ιταλία ειδικά τώρα
που όλοι μιλάνε για την Ελλάδα χωρίς να τη γνωρίζει πραγματικά κανένας. Δεν
είμαι σίγουρος ότι τα όσα γράφω κάποτε θα δημοσιευθούν. Μάλλον πρόκειται
περισσότερο για σκόρπιες σκέψεις που αφορούν την Ελλάδα έτσι όπως τη βλέπω και
την αγάπησα εγώ. Προσωπικά νιώθω ότι ανήκω σε μια μεγάλη παράδοση: εκείνη των
Ευρωπαίων που άφηναν τις εστίες τους για μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα,
ενίοτε και για το υπόλοιπο της ζωής τους, προκειμένου να έρθουν σε επαφή με την
Ελλάδα. Η σύγχρονη Ελλάδα και ο σύγχρονος κόσμος βέβαια είναι πολύ διαφορετικοί
από τότε, αλλά μόνο και μόνο το γεγονός ότι σε αυτή τη γωνία του πλανήτη
μιλιούνται ακόμα τα Ελληνικά, για να μην αναφερθώ στον πλούτο των μνημείων και
των τεκμηρίων που αφήσαν οι μεγάλοι πολιτισμοί που άνθησαν εδώ, είναι αρκετός
λόγος, θαρρώ, για να θέλει κανείς να προσεγγίσει και τη σύγχρονη Ελλάδα. Με την
Ελλάδα δεν έχουμε ξεμπερδέψει, μη γελιόμαστε!
Παρακολουθείτε
σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος
σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;
Παρακολουθούσα μανιωδώς κινηματογράφο από 20 μέχρι 30
χρονών, ύστερα και μέχρι σήμερα πολύ πιο σποραδικά και χωρίς καμία
συστηματικότητα. Θεατρόφιλος δεν ήμουν ποτέ, με την έννοια της σύγχρονης
θεατρικής δημιουργίας, ίσως γιατί, λόγω της επαγγελματικής μου ενασχόλησης με
τη λογοτεχνία, πάντα θεωρούσα ότι το θέατρο είναι κάτι άλλο, διαφορετικό. Όμως
μου αρέσει πολύ το κλασικό θέατρο. Πάντως, με αφορμή τον αιφνίδιο θάνατο του
Αγγελόπουλου, σκέφτηκα πόσο βαθιά Ευρωπαίος και ταυτόχρονα Έλληνας ήταν –
μάλλον ήταν Ευρωπαίος ακριβώς επειδή ήξερε να είναι Έλληνας. Τα περίφημα πλάνα
του, χωρίς προοπτική, τα εμπνευσμένα από την Βυζαντινή ζωγραφική, τα θεωρώ
συγκλονιστικά. Επίσης, αν και δεν μπορώ να πω ότι με ενέπνευσαν, δεν βαριέμαι
ποτέ τις ιταλικές κωμωδίες του ’50 και του ’60. Από τότε που είδα τις πρώτες,
μου αρέσουν πολύ και οι ελληνικές κωμωδίες της αντίστοιχης εποχής.
Έχετε μπει στον
πειρασμό της συγγραφής; Έχετε γράψει ή δημοσιεύσει κάτι; Αν ναι, θα υπάρξει
συνέχεια; Αν όχι, για ποιο λόγο;
Με ρωτάνε συχνά και η απάντηση είναι «όχι» σε όλα. Δεν έχω
μπει ποτέ στον πειρασμό της συγγραφής, δεν έχω γράψει ποτέ τίποτα και ούτε
πρόκειται να το κάνω. Έχω στο μυαλό μου συγκεκριμένο πλάνο μεταφράσεων, δεν
ξέρω αν και πότε θα το υλοποιήσω, είναι σίγουρο όμως ότι μόνο αυτό πρέπει να
σκέφτομαι.
Τι διαβάζετε και τι
μεταφράζετε αυτό τον καιρό;
Ξαναδιαβάζω την Κερένια Κούκλα του Χρηστομάνου και θα ήθελα
πολύ να τη μεταφράσω. Διαβάζω επίσης το Σέργιος και Βάκχος του Μ. Καραγάτση.
Κάποια ερώτηση που θα
θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!
Απλά θα δώσω μια πινελιά lifestyle στο κείμενο λέγοντάς σας
ότι μένω στη Νεάπολη Εξαρχείων, που την αγαπώ πολύ. Επίσης λατρεύω το κέντρο
της Αθήνας και η ζωή μου εξελίσσεται σχεδόν αποκλειστικά σε αυτό γιατί μου
προσφέρει τα καλύτερα ταξίδια.
Οι εμπειρίες σας από
το διαδικτυώνεσθαι;
Θετικές θα έλεγα. Χωρίς να είμαι όλη την ήμερα στο Φέισμπουκ
ή σε άλλα δίκτυα, ομολογώ ότι τα βρίσκω πολύ αποτελεσματικά εργαλεία έως
απαραίτητα ακόμα και στη δουλειά μου. Προς το παρόν όμως δεν χρησιμοποιώ IPod, IPhone
κτλ, αλλά φαντάζομαι ότι και για αυτά, όπως και για όλα, είναι μόνο θέμα
χρόνου.
Αν κάποιος σας χάριζε
την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της μεταφραστικής ή της αναγνωστικής
σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;
Δεν γίνεται να τα έχω όλα, ε; Εντάξει δεν πειράζει. Άλλωστε
η συγγραφή και η μετάφραση είναι ένα είδος «αιώνιας νιότης».
Bella come i
Greci, la penna di De Rosa per un tuffo letterario

Esce in questi
giorni per i tipi di Universitalia, all’interno della collana “Studi e testi”
di letteratura e civiltà della Grecia moderna, diretta dal prof. Cristiano
Luciani, ma soprattutto per la penna di Maurizio De Rosa, filologo e studioso
di letteratura greca da oltre un decennio residente ad Atene, “Bella come i
greci” (già reperibile sul portale ibs.it e presto in libreria) , un’accurata
storia degli ultimi 135 di letteratura greca. Dal 1880 al 2015.
Così ci propone
il sottotitolo dell’opera che già in questo suo sguardo attento nella
contemporaneità assolve, per prima, al compito di indagare su un mondo, quello
letterario greco, che nonostante gli anni difficili che sta attraversando il
paese, si manifesta con una produzione vivace, attiva, capace di portare al
mondo culturale europeo un contributo forse anche inatteso che De Rosa ha
saputo cogliere e portare all’attenzione che merita.
De Rosa ha scelto
di seguire un percorso originale, sviluppando il suo lavoro - questa una delle
più accattivanti chiavi di lettura - non attraverso i classici percorsi storici
e delle correnti letterarie, quanto indagando su ogni singolo autore e sulle
sue opere tanto da fornirci un complesso mosaico dal quale emergono, oltre i
vincoli di una qualsivoglia catalogazione, i tratti complessi di un mondo
letterario in continuo divenire. E non è questa la sola - gradita - sorpresa
del volume. Una attenta disamina anche alla letteratura greca cipriota non solo
giunge a completamento ma anzi, mostra come la stessa sia sempre di più
elemento autonomo che promette, sua sponte, una sempre più palpabile e
specifica identità.
In ultimo, da
buon filologo, De Rosa pone l’attenzione sulle condizioni linguistiche,
sottolineando nella sua prefazione che oggi: “per la prima volta dopo quasi due
millenni, i letterati greci hanno finalmente a loro disposizione una lingua
unitaria da plasmare e coltivare in piena libertà”.
Mercoledi 24
giugno, alle 10,30, a Roma presso la Società Geografica Nazionale, alla
presenza degli Ambasciatori di Grecia e Cipro, del prof. Mario Vitti,
Presidente dell’Associazione Nazionale di Studi Neogreci e decano della
neogrecistica italiana, del prof. Cristiano Luciani, direttore della collana
“Studi e Testi” di Letteratura e civiltà della Grecia moderna, e con
l’intervento del direttore editoriale di Universitalia Manuel Onorati, del
direttore dell’ufficio stampa dell’Ambasciata di Cipro Dimitris Deliolanes e
della poetessa e critico letterario Isabella Vincentini.
Un appuntamento
da non mancare.
Πηγή:
mondogreco